-
1 ιλιγγιαω
(ῑλ), тж. εἰλιγγιάω испытывать головокружение, быть близким к обмороку(ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Plat.; ὑπὸ τοῦ δέους Arph.; πρὸς τέν ὄψιν Plut.)
ἰλιγγιᾷ ὥσπερ μεθύουσα Plat. — (душа) охвачена, словно пьяная, головокружением;εἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος Arph. — от удара камнем в голову у меня голова кружится;ἐσκοτώθην καὴ ἰλιγγίασα Plat. — у меня в глазах потемнело, и голова пошла кругом
См. также в других словарях:
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek